εξογκώ

εξογκώ
(I)
-έω ἐξογκῶ (Α)
σχηματίζω όγκο, είμαι εξογκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ογκώ (< όγκος)].
————————
(II)
-όω ἐξογκῶ (AM)
βλ. εξογκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. εξογκώ (I)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐξογκῶ — ἐξογκέω form a prominence pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξογκέω form a prominence pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐξογκόω heap up pres subj act 1st sg ἐξογκόω heap up pres ind act 1st sg ἐξογκόω heap up pres subj act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξογκώνω — (AM ἐξογκῶ, όω) 1. αυξάνω τον όγκο κάποιου, πρήζω, φουσκώνω («ἐξογκοῑ τὰς παρειάς», Τζέτζ) 2. μέσ. υπερηφανεύομαι νεοελλ. παρουσιάζω κάτι εξογκωμένο, υπερβολικά μεγαλύτερο ή σπουδαιότερο από ό,τι πραγματικά είναι …   Dictionary of Greek

  • εξόγκωμα — το (AM ἐξόγκωμα) [εξογκώ] ό,τι έχει σχηματιστεί από εξόγκωση ή ανύψωση νεοελλ. πρήξιμο …   Dictionary of Greek

  • εξόγκωση — η (AM ἐξόγκωσις) [εξογκώ] 1. αύξηση τού όγκου 2. μεγαλοποίηση, το να παρουσιάζεται κάτι ως μεγαλύτερο ή σοβαρότερο από ό,τι πραγματικά είναι νεοελλ. το σημείο που έχει εξογκωθεί …   Dictionary of Greek

  • θύμωμα — (I) το (Α θύμωμα) [θυμώ (I)] η οργή, ο θυμός. (II) το ιατρ. σπάνιος πρωτοπαθής όγκος τού θύμου αδένα που θεωρείται πάντοτε κλινικώς κακοήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thymoma < thymo (πρβλ. θύμος) + ma κατά τα ελλ. μεταρρηματικά παρ …   Dictionary of Greek

  • προσεξογκώ — όω, Μ [ἐξογκῶ] εξογκώνω …   Dictionary of Greek

  • συνεξογκώ — όω, Μ [ἐξογκῶ] εξογκώνω μαζί ή εκ παραλλήλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”